- επιφαιδρύνω
- ἐπιφαιδρύνω (Α)κάνω κάτι λαμπρό, καθαρό («Κίρκην ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη ἐπιφαιδρύνουσαν», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαιδρύνω (< φαιδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφαιδρυνομένην — ἐπιφαιδρῡνομένην , ἐπιφαιδρύνω make bright pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)